- συγκαθιδρύω
- συγκαθ-ιδρύω,A set up or dedicate with,
τὸν Ἑρμῆν ταῖς Χάρισιν Plu.2.44d
, cf. IG7.271 3.50 (Acraeph., i A.D., -καθειδρ-), Jul.Or.4.150d:—[voice] Pass., POxy. 1256.14 (iii A.D.);οἱ συγκαθιδρυμένοι θεοί IG5(1).497.17
([place name] Sparta), cf. Str.9.2.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.